Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ πεπραγμένα

См. также в других словарях:

  • πεπραγμένα — τα βλ. πράττω …   Dictionary of Greek

  • πεπραγμένα — πεπρᾱγμένα , πράσσω pass through perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπρᾱγμένᾱ , πράσσω pass through perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπρᾱγμένᾱ , πράσσω pass through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 276 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 276 Text Gospels Date 1092 Script Greek …   Wikipedia

  • ACCLAMATIO — applausus sestâ vociferatione a Populo repetitus, occurrit l. 1. C. de Quaestor. et Magistr. officior. Qui Quaesturae honore viguerunt, acclamatione solitâ excipiantur. Item l. 3. in br. C. de offic. Rect. provinc. Similiter iustissimos et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAXEON Liber — apud Hilarium, in c. 14. Matth. Acta Apostolerum sunt, Macer in Hierolex. Graece Πράξεις Α᾿ποςτόλων. Sic enim liber hic sacer inscribitur, velut olim apud Gentiles Acta publica appellabantur, quibus ratio fidesque imperii gesti et Reip.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ …   Dictionary of Greek

  • λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»